προσκλαίοντες

προσκλαίοντες
πρόσ-κλαίω
cry
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Кающиеся — вообще грешники, приносящие раскаяние в своих грехах; в частности, в древней церкви так назывались члены церкви, которые за тяжкие грехи подвергались церковным епитимиям. Смотря по важности грехов, они делились на четыре рода: 1) плачущие… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • προσκλαίω — Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν κλαίω μαζί με άλλον για κάτι νεοελλ. 1. παρακαλώ κλαίγοντας 2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι μσν. κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον μσν. αρχ. θρηνώ μπροστά στον θεό αρχ. 1. κλαίω και… …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”